Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Το ασανσέρ




Δίστασα για λίγο. Δίπλα μου η πόρτα προς τη σκάλα. Όμως το ασανσέρ ήταν ήδη μπροστά μου. Σαν να με κορόιδευε, μου φάνηκε, και αποφάσισα να μπω. Άλλωστε ήταν μόνο έξι πατώματα, σκεφτηκα για παρηγοριά. Τι και αν ήταν ο θάλαμος τόσο στενόχωρος. Μπήκα, έκλεισα τα μάτια και ψηλάφησα  το κουμπί του ισογείου στον πίνακα. Η πόρτα έκλεισε και η κάθοδος ξεκίνησε. Αντί για τοίχο, βρώμικο και απειλητικό, έβλεπα ουρανό, ανέφελο, απέραντο, φωτεινό, γαλανό. Πέρασαν κάποιες στιγμές ψευδαίσθησης. Το μαρτύριο έπρεπε να τελειώνει. Όμως, όχι. Φθάνοντας στο ισόγειο, είδα την πόρτα της εξόδου να ανεβαίνει και το θάλαμο να κατεβαίνει. Βυθίστηκα μαζί του στο φρεάτιο.  Σιωπηλά, μαλακά.

Ο πανικός άρχισε να με πνίγει. Φούσκωσε το στομάχι και στρίμωξε την καρδιά, που σπαρτάρησε. Στο στόμα η ξινή γεύση του εμετού. Παρά τη σιωπή του υπογείου, τα αυτιά βούιζαν από τη θύελλα που ξέσπασε στο νου. Ζαλίστηκα, χανόμουν, έπεφτα ακόμη πιο βαθιά. Ας ήταν να τέλειωνα γρήγορα, ήταν η μόνη σκέψη μου.


Μέσα από το ασφυκτικό σκοτάδι που με τύλιγε, κάτι ξεμύτισε. Ήταν η λογική που ανέλαβε αμέσως δράση, θεά ισχυρή και μάνα σπλαχνική. Με ταρακούνησε και άρχισε τις νουθεσίες: πνίξε τον πανικό που σε πνίγει, σφίξε τα μάτια να μη βλέπεις τοίχους, βρες το κουμπί του έκτου, ναι, πίεσέ το, περίμενε λίγο, το ρελαί θέλει κάποιο χρόνο.


Και το θαύμα έγινε. Με ένα «κλακ» όπλισε το ρελαί. Ο θάλαμος τραντάχτηκε, ζωντάνεψε, κινήθηκε. Δεν μπορούσε ευτυχώς να πάει κάτω. Μόνο πάνω, προς τον ουρανό. Πήρα θάρρος. Μισάνοιξα το δεξί βλέφαρο. Είδα την πόρτα του ισογείου να κατεβαίνει συμπαρασέρνοντας τη φρίκη μου. Μέτρησα μία-μία τις πόρτες των ορόφων. Στον έκτο η ανάληψή μου τέλειωσε. Βγήκα παραπατώντας. Άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες και να συμμαζεύομαι. Τα σπλάχνα μου βρήκαν τη θέση τους και η καρδιά μου το ρυθμό της. Όταν βγήκα έξω, στο δρόμο, τα σύννεφα μου φάνηκαν υπέροχα!


Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Και πάλι από την αρχή

Έτσι ένιωσα το είναι: Μια σταγόνα γλύστρησε μέσα μου και η δροσιά της με ξύπνησε. Αργά, ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα συνειδητοποίησα πως υπάρχω. 

Ήμουν τυλιγμένος από σκοτάδι, αλλά ένιωθα ευχάριστα, χωρίς παρόρμηση ή ανάγκη για οτιδήποτε. Από μια χαραμάδα έφταναν σε μένα λίγο φως και κάποιοι ψίθυροι. Ο νους μου, κάπως ενοχλημένος, άρχισε να αισθάνεται και να σκέφτεται. Πολύ αργότερα και να επιθυμεί. 

Διόλου δεν εντυπωσιάστηκα με τη συνειδητοποίηση της ύπαρξής μου. Ίσως γιατί ήξερα - πώς όμως; - ότι υπήρχα και πριν ακόμη συνειδητοποιήσω ότι υπάρχω. Ένιωθα πως δεν πέρασα σε νέα κατάσταση. Σαν να ήταν το ασυνείδητο πριν ίδιο με το συνειδητό μετά. Σαν να ξύπνησε κάποιο είναι, δικό μου, που κοιμόταν από πάντα. 

Το αμυδρό φως και οι ακαθόριστοι θόρυβοι με βεβαίωσαν ότι υπάρχει και άλλο είναι, όχι δικό μου, κάπου έξω. Αμέσως ένιωσα περιέργεια για το ξένο είναι και αυτή ήταν η πρώτη μου παρόρμηση.

Αυθόρμητα σχηματίσθηκαν στο νου μου δύο ιδέες, του χρόνου και του χώρου. Το χρόνο τον συνέδεσα αρχικά με το πριν και το μετά από την αφύπνιση του είναι μου. Πολύ αργότερα κατανόησα ότι το δικό μου πριν μπορούσε να είναι το μετά κάποιων άλλων και τότε αποσυνέδεσα το χρόνο από το είναι. 

Το σκοτάδι που με κάλυπτε γέννησε την πρωτόλεια ιδέα του χώρου. Εγώ ήμουν  μέσα, οτιδήποτε άλλο έξω. Όμως, όπως με την ιδέα του χρόνου, αργότερα αποσυνέδεσα και το χώρο από το είναι μου, αλλά και κάθε άλλο είναι. Να, πώς έγινε: Μέσα μου δεν ήμουν μόνον εγώ. Κάποιοι, οι πρόγονοί μου, ήταν από πριν και άλλοι - φίλοι, σύντροφοι, παιδιά - έμπαιναν ή έβγαιναν. Με παρόμοιο τρόπο και εγώ ήμουν μέσα σε άλλους, δηλαδή και αλλού. Έτσι παράτησα το απλοϊκό μέσα-έξω μου και είδα το χώρο ως έννοια ανεξάρτητη από το είναι.

Με τη συνείδηση του είναι και με τις πρώτες δύο ιδέες είχα ήδη αρκετά για να βγω στη ζωή. Κίνητρο, όπως σε κάθε ταξίδι, ήταν η περιέργεια. Το είναι μου, περιπλανώμενο και μεταβαλλόμενο, συλλέγει εμπειρία, αποκτά γνώση, μεταφέρει παράδειγμα και προσεγγίζει σταθερά την επόμενη φάση ασυνειδησίας. Εκεί θα καταθέσει το φορτίο του. Όμως όχι όλο. Σε κάποιο θυλάκιο θέλει να κρατήσει για συντροφιά την ελπίδα μιας μελλοντικής αφύπνισης. 

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Η πρώτη λάμψη

"Τι καλά που με ταΐζει!" σκέφτηκα. Το κουταλάκι του γλυκού βυθιζόταν στο μελάτο αυγό και έβγαινε γεμάτο με υποκίτρινο, τρεμουλιαστό υγρό. Δύο δάχτυλα της μάνας μου το ράντιζαν με αλάτι, πρόσθεταν ένα κομματάκι αλμυρή φέτα και λίγη ψίχα από φρέσκο ψωμί. Μισάνοιγε το στόμα της, σιγοψιθύριζε "Έλα, έλα τώρα." και με το άλλο χέρι έφερνε τη μπουκιά στο στόμα μου. Η τροφή - ζεστή, αλμυρή, τρυφερή - γλιστρούσε ερεθιστικά μέσα μου. 

Ήμουν και εγώ μέσα μου, ανακατωμένος με την τροφή. Το σώμα μου ήταν ένα σκοτεινό δωμάτιο, τα μάτια μου δύο παράθυρα και από αυτά ρεμβάζαμε εγώ και κάποιοι άλλοι, που ήταν και αυτοί εγώ. Σε αυτούς μιλούσα - με ποια γλώσσα; - όταν σκεφτόμουν. Αυτοί μου εξηγούσαν - με ποιο τρόπο; - όταν απορούσα. Και όταν αποκάναμε με τα δικά μας,  διασκεδάζαμε παρατηρώντας και σχολιάζοντας ό,τι ήταν απέξω: καρεκλάκι, μάνα, αυγό και κουταλάκι, που πήγαινε και ερχόταν.

Ένιωθα ευχάριστα ξέροντας ότι υπάρχω. Είτε ως πρόσωπο που δεν είχε προϋπάρξει είτε ως σύνθεση προσώπων που, έχοντας ολοκληρώσει τη δική τους αυτοτελή ύπαρξη, εγκαταστάθηκαν δικαιωματικά στη δική μου. Εγώ και οι πρόγονοί μου, στο σώμα ενός μωρού.

Αυτή η πρώτη-πρώτη λάμψη συνείδησης θέλησε να μείνει ζωντανή στη μνήμη μου. Ίσως για να μου δείχνει ότι βγήκα από το αυγό τρώγοντάς το.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Το τανγκό του '60

Παράξενη κίνηση εκείνο το απόγευμα στην αυλή. Κάποια, γειτόνισσα μάλλον, σκούπιζε το χώμα με μανία και το έβρεχε με λάστιχο. Άλλος, ούτε εκείνον τον ήξερα, άπλωνε ένα πρόχειρο φράχτη από καλάμια γύρω-γύρω. Ο πατέρας μου, με τα χέρια τεντωμένα ψηλά, στήριζε πάνω από τα καλάμια μια σειρά από πολύχρωμα λαμπάκια.

Όταν ο ήλιος έγειρε, η μάνα μου βιάστηκε να μας βάλει στο κρεβάτι. Δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Έκανε πως δεν άκουγε. Η αδελφή μου, μεγαλύτερη από μένα, κάτι ήξερε αλλά σιωπούσε μουτρωμένη. Η πόρτα του δωματίου μας έκλεισε χωρίς περιθώριο για αντιρρήσεις. Αδύνατο να κλείσω μάτι. Η αυλή, αντί να ησυχάζει, έβραζε.

Το φως του ήλιου χάθηκε σιγά-σιγά, αλλά από τις γρίλιες άλλο φως, πολύχρωμο, μπήκε στο δωμάτιο και στόλισε το ταβάνι. Άκουσα γλυκιά μουσική, αργόσυρτη και ρυθμική. Βήματα συρτά και ψίθυροι ακατάληπτοι ακούγονταν από κάτω. Άφησα το κρεβάτι και πλησίασα στο παράθυρο. Καιγόμουν από περίεργεια. Ευτυχώς μερικές γρίλιες άφηναν τη ματιά μου να περάσει. 

Η αυλή ήταν αγνώριστη: μια πολύχρωμη πίστα και ολόγυρα σκοτάδι. Αρκετά ζευγάρια χόρευαν αγκαλιασμένα σφιχτά. Να ο πατέρας μου, παραπέρα και η μάνα μου, αλλά δεν χόρευαν μαζί! Ένιωσα την ανάσα της αδελφής μου. Με έσπρωξε για να δει και αυτή. Διεκδίκησα με πείσμα τη θέση που είχα. 

Ήταν όλοι καλοντυμένοι. Άνδρες με άσπρα πουκάμισα, κολλαριστά, παντελόνια με άψογη τσάκιση και βαμένα παπούτσια. Γυναίκες με σκούρα φορέματα, εφαρμοστά, γόβες καί νάυλον κάλτσες με ραφή. Πρόσωπα σοβαρά, χέρια και πόδια μπερδεμένα, σώματα συγχρονισμένα σε ένα παράξενο λίκνισμα. Φευγαλέες ματιές διάβαζαν χαμόγελα και  νεύματα. Ανδρικά χέρια ταξίδευαν δειλά σε μισόγυμνες γυναικείες πλάτες. Η αυλή μας είχε μεθύσει.  Άγνωστες σκιές στα γύρω μπαλκόνια, μερικές σημαδεμένες με κάφτρα τσιγάρου,  απολάμβαναν το θέαμα.

Το πρωί με βρήκε να κοιμάμαι στο περβάζι. Η μάνα μου με έβαλε, χωρίς να με μαλώσει, στο κρεβάτι να συνεχίσω τον ύπνο μου. Όταν σηκώθηκα, την είδα να τακτοποιεί την κουζίνα. Φορούσε τη γνωστή ρόμπα. Ο πατέρας μου έλειπε, όπως κάθε πρωί, στη δουλειά. Έριξα από το παράθυρο μια ματιά κάτω. Η αυλή, χωρίς στολίδια, δική μου ξανά, με περίμενε για παιχνίδια. 

"Τι ήταν όλα αυτά χθες;"  ρώτησα την αδελφή μου. "Μα είσαι τόσο βλάκας!"  μου είπε. Την μισούσα όταν έκανε την πολύξερη. Όμως, πράγματι απορούσα και σκεφτόμουν πως είχε κάποιο δίκαιο.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Δεν φοβάσαι;

Το αεροπλάνο τρανταζόταν κατεβαίνοντας. Φυσούσε τρελός αέρας. Η Ρόδος, έντονα χρωματισμένη, μεγάλωνε σιγά-σιγά. Την παρατηρούσα με περιέργεια. Πρώτη φορά πήγαινα εκεί και ως τότε την ήξερα μόνο από αφίσες του ΕΟΤ και από ελληνικές ταινίες του '60.

Νοίκιασα αυτοκίνητο - ένα χαριτωμένο άσπρο πεντακοσαράκι FIAT - στο αεροδρόμιο και κρύφτηκα μέσα του για να αποφύγω τον αέρα. Έκανε κρύο - προχωρημένος Οκτώβριος - και το αγαπημένο σακάκι μου από μαύρο βελούδο δεν μπορούσε πια να με ζεστάνει.

Σε λίγα λεπτά βρέθηκα σε γραφικό ταβερνάκι κοντά σε μιαν ακτή. Ουζάκι με μεζέ - τι άλλο; - στο τραπέζι και το καπελάκι μου με γείσο στο κεφάλι. Έμοιαζε να είμαι σε διακοπές, αλλά η εικόνα ξεγελούσε.

Η καρδιά μου ήταν βαριά. Το ίδιο πρωί είχα στείλει την παραίτησή μου. Ένα μέιλ, τρεις γραμμές όλο κι όλο. Καμιά εξήγηση. Ο συγκαταβατικός συνάδελφος είχε σκύψει πάνω μου, ενώ καθόμουν στην ηλεκτρική καρέκλα, και μου ψιθύρισε: "Δεν φοβάσαι; Θα σε γράψει ο Ριζοσπάστης!" Δεν ένιωθα κανένα φόβο. Μόνο αηδία. Πήρα το βαλιτσάκι με το λάπτοπ και βγήκα αφήνοντας το γραφείο ξεκλείδωτο. Πίσω μου οι καταληψίες έλεγαν: "Το είχε αποφασίσει από καιρό." Και έτσι ξέπλυναν την ενοχή τους.

Έφυγα για το Παρίσι με την πρώτη πτήση που βρήκα. Και έτυχε να είναι μέσω Ρόδου! Δεν πειράζει, σκέφτηκα, μια τελευταία στάση στη χώρα που άφηνα. Στα χείλη μου φάνηκαν οι πρώτες πληγές. Απέναντι φαινόταν καθαρά η Ιωνία. Όλα ένα κουβάρι. Ένας Γόρδιος δεσμός.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Αναπάντεχη διαπίστωση

Είπα να προσαρμοστώ. Από ανάγκη, εν μέρει. Άφησα το αυτοκίνητο σαν να έβγαζα το πανωφόρι. Φόρεσα μπλουτζήν, ένα πουκάμισο καρώ και το αγαπημένο μου ναυτικό μπουφάν, που είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Πήρα και ένα σακκίδιο πλάτης - έτσι κάνουν και υπουργοί ακόμη - με τα χρειώδη και πήγα προς τη στάση του λεωφορείου.

Από το περίπτερο αγόρασα δύο εισιτήρια. Φόρεσα ακουστικά και άκουγα μουσική από το τηλέφωνο.  Περιμένοντας, ένιωθα άβολα, εκτεθειμένος στα βλέματα των οδηγών που περνούσαν μπροστά μου. Πριν λίγο ήμουν ένας από αυτούς, μισοκρυμένος στο αυτοκίνητο, φευγαλέος, απρόσιτος και ασφαλής. Τώρα, όμως, ένιωθα πως τα βλέματά τους με εξέταζαν. Δεν πιστεύω να ξέχασα να κλείσω το φερμουάρ από το παντελόνι μου, σκέφτηκα.


Το λεωφορείο που έφθασε με βογγητά έδωσε τέλος στην παράξενη έκθεσή μου. Ανέβηκα, κρατήθηκα από μια χειρολαβή και αφέθηκα στη μουσική. Ήμουν μέσα στον κόσμο, αλλά και απομονωμένος, αν μη τι άλλο ηχητικά. Η ιδέα πως πήγαινα στον προορισμό μου χωρίς αυτοκίνητο με έκανε να νιώθω σύγχρονος, νέος. Ένα χαμόγελο τόλμησε να φανεί στο πρόσωπό μου,  αλλά - τι αναπάντεχο! - ένας νεαρός σηκώθηκε από τη θέση του και μου την πρόσφερε με σεβασμό λέγοντας: "καθείστε, κύριε." Αυτό δεν το περίμενα. Έδειχνα άραγε τόσο κουρασμένος; Έκατσα, φυσικά, και από το αχνό είδωλό μου στο παράθυρο του λεωφορείου προσπαθούσα να δω αν έδειχνα γέρος.   

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Δεν καταλαβαίνω.

Πίσω από τη γρίλια που βλέπει στο δρόμο παρατηρώ το δράμα στο απέναντι σπίτι. Ο πατέρας, καλοντυμένος, τεντώνει το χέρι προς το παράθυρο του ισογείου. Κρατάει σοκολάτα των δύο δραχμών και παρακαλάει: "Πάρε."  Το λιγνό χέρι του Άρη ξεπροβάλλει διστακτικά. Από πάνω μια γυναικεία φωνή ουρλιάζει: "Φύγε!" Τα χέρια απομακρύνονται, η σοκολάτα μπαίνει ξανά στην τσέπη και ο πατέρας φεύγει σαν κλέφτης. Κλείνει το παράθυρο. Ο δρόμος ερημώνει.

Τρέχω στην τραπεζαρία με φόβο. Μαλώνουν. Άγνωστο γιατί. Η μάνα, συνήθως υποτακτική, κάτι λέει με παράξενο θράσος. Ο πατέρας, κατακόκκινος, σηκώνει το χέρι και το κατεβάζει με δύναμη. Το τζάμι που χωρίζει την κουζίνα από την τραπεζαρία γίνεται κομμάτια με πάταγο. Τρέχει αίμα από το χέρι που δεν φταίει. Τρέχει και η μάνα να το σταματήσει με βαμβάκι και οινόπνευμα. Τα σκληρά λόγια γίνονται ψίθυροι. Η αδελφή μου σιγοκλαίει. 

Βγάζω τα στρατιωτάκια κάτω από το ντιβάνι. Παίζω χωρίς να τα βλέπω. Δεν καταλαβαίνω.