Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Αναπάντεχη διαπίστωση

Είπα να προσαρμοστώ. Από ανάγκη, εν μέρει. Άφησα το αυτοκίνητο σαν να έβγαζα το πανωφόρι. Φόρεσα μπλουτζήν, ένα πουκάμισο καρώ και το αγαπημένο μου ναυτικό μπουφάν, που είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Πήρα και ένα σακκίδιο πλάτης - έτσι κάνουν και υπουργοί ακόμη - με τα χρειώδη και πήγα προς τη στάση του λεωφορείου.

Από το περίπτερο αγόρασα δύο εισιτήρια. Φόρεσα ακουστικά και άκουγα μουσική από το τηλέφωνο.  Περιμένοντας, ένιωθα άβολα, εκτεθειμένος στα βλέματα των οδηγών που περνούσαν μπροστά μου. Πριν λίγο ήμουν ένας από αυτούς, μισοκρυμένος στο αυτοκίνητο, φευγαλέος, απρόσιτος και ασφαλής. Τώρα, όμως, ένιωθα πως τα βλέματά τους με εξέταζαν. Δεν πιστεύω να ξέχασα να κλείσω το φερμουάρ από το παντελόνι μου, σκέφτηκα.


Το λεωφορείο που έφθασε με βογγητά έδωσε τέλος στην παράξενη έκθεσή μου. Ανέβηκα, κρατήθηκα από μια χειρολαβή και αφέθηκα στη μουσική. Ήμουν μέσα στον κόσμο, αλλά και απομονωμένος, αν μη τι άλλο ηχητικά. Η ιδέα πως πήγαινα στον προορισμό μου χωρίς αυτοκίνητο με έκανε να νιώθω σύγχρονος, νέος. Ένα χαμόγελο τόλμησε να φανεί στο πρόσωπό μου,  αλλά - τι αναπάντεχο! - ένας νεαρός σηκώθηκε από τη θέση του και μου την πρόσφερε με σεβασμό λέγοντας: "καθείστε, κύριε." Αυτό δεν το περίμενα. Έδειχνα άραγε τόσο κουρασμένος; Έκατσα, φυσικά, και από το αχνό είδωλό μου στο παράθυρο του λεωφορείου προσπαθούσα να δω αν έδειχνα γέρος.